deficient
From LSJ
παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ἐνδεής, οὐχ ἱκανός, P. ἐλλιπής.
deficient in: P. and V. ἐνδεής (gen.), P. ἐλλιπής (gen.), ἐπιδεής (gen.) (Plato), V. χρεῖος (gen.).
be deficient in, v.: P. and V. ἐλλείπειν (gen.), ἀπολείπεσθαι (gen.), V. λείπεσθαι (gen.), πένεσθαι (gen.); see lack.
be deficient: P. and V. ἐλλείπειν, ἐκλείπω, ἐκλείπειν, V. λείπω, λείπειν.