ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him
Ar. and P. φειδωλός, ἀνελεύθερος.
greedy of money: P. and V. αἰσχροκερδής, φιλάργυρος.
scanty: P. and V. σπάνιος, V. σπανιστός.
mean, shabby: P. and V. φαῦλος, κακός.