Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
P. and V. δῆλος, ἔνδηλος, σαφής, ἐναργής, λαμπρός, φανερός, διαφανής, ἐκφανής, ἐμφανής, περιφανής, Ar. and P. εὔδηλος, κατάδηλος, P. ἐπιφανής, καταφανής, V. σαφηνής; see clear.