sullen
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, P. δύστροπος, V. στυγνός.
of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.
look sullen: v. Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.