αὐγασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A radiance, flashing, ἡλίου Placit.3.5.10.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγασμός: ὁ, ἀκτινοβολία, λάμψις, λαμπρότης, στιλπνότης, Πλούτ. 2. 894Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat, lumière.
Étymologie: αὐγάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
brillo, resplandor ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18)
•fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.Catech.6.29.
Greek Monolingual
αὐγασμός, ο (Α)
λαμπρότητα, στιλπνότητα.
Russian (Dvoretsky)
αὐγασμός: ὁ сияние, блеск Plut.