αἰδοσύνη
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ἡ, A = αἰδημοσύνη, AB354, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
αἰδοσύνη: ἡ, μεταγενέστερος ἐσφαλμένος τύπος, ἀντὶ τοῦ αἰδημοσύνη, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4316 h.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
pudor, pudicia αἰδοσύνην ἔγνω τείμιον ... τρόπον IArykanda 108.10 (II d.C.)
•vergüenza, timidez αἰ.· ἐπὶ τῶν ἀποκεκρυμμένων καὶ ἀφανῶν καὶ λανθάνειν βουλομένων Sud., An.Bachm.1.43, Phot.α 537.