γαστρόρροια
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ἡ, A gastrorrhea, diarrhoea, diarrhea, diarrhœa, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.1.87D.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
medic. diarrea, Cyran.2.4.34, Lyd.Ost.33, Steph.in Hp.Progn.78.10, 90.3.
Greek Monolingual
η (Α γαστρόρροια)
νεοελλ.
βλεννώδης υπερέκκριση του στομάχου
αρχ.
διάρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαστήρ (-στρός) + -ρροια < ρoFoς-ρους < ρέω].