γράπις

From LSJ
Revision as of 17:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γράπις Medium diacritics: γράπις Low diacritics: γράπις Capitals: ΓΡΑΠΙΣ
Transliteration A: grápis Transliteration B: grapis Transliteration C: grapis Beta Code: gra/pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,    A cast slough of serpents, etc., Hsch.    2 wrinkled, S.Ichn.177, EM239.31.    3 kind of bird, Hsch.

Greek Monolingual

γράπις (-ιδος), η (Α)
1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί
2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια της ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. του γράπτης. Η σύνδεση με τα γραυς, γήρας δεν αποτελεί άποψη ευρύτερα αποδεκτή].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, wrinkled (EM), cast slough of a serpent (H.), in S. Ichn. 177 the meaning is unclear; name of a bird H..
Derivatives: γράπτης wrinkled (Eust.), γραπίνης οἶνος τραχύς H., EM. (Not here with Frisk γραιόομαι become old, s. γραῦς.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Not to γραῦς, γῆρας. DELG considers a hypocoristicon of γράπτης wrinkled cited by Eust., which may come from γράφω.

Frisk Etymology German

γράπις: {grápis}
Meaning: ὁ ἐρρυτιδωμένος, gerunzelt, runzelig (EM), abgestreifte Haut einer Schlange (H.), auch S. Ichn. 177 in unbekannter Bed. Nach H. auch N. eines Vogels.
Derivative: Daneben γράπτης runzelig (Eust.) und γραπίνης· οἶνος τραχύς H., EM; vgl. γραιόομαι alt werden, vom Wein.
Etymology : Volkstümliches Wort unklarer Bildung, letzten Endes zu γραῦς, γῆρας usw.; vgl. besonders γῆρας = abgezogene Schlangenhaut.
Page 1,323