δήμωμα

From LSJ
Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήμωμα Medium diacritics: δήμωμα Low diacritics: δήμωμα Capitals: ΔΗΜΩΜΑ
Transliteration A: dḗmōma Transliteration B: dēmōma Transliteration C: dimoma Beta Code: dh/mwma

English (LSJ)

   A v. δάμωμα.

Greek (Liddell-Scott)

δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.

Greek Monolingual

δήμωμα, το (Α) δημούμαι
η τέρψη του λαού.

Greek Monotonic

δήμωμα: -ατος, τό (δημόομαι), λαϊκή διασκέδαση· χαρίτων δαμώματα, λαϊκά αστεία άσματα που εκτελούνται δημοσίως, σε Στησίχ. παρ' Αριστοφ.

Middle Liddell

δημόομαι
a popular pastime, χαρίτων δαμώματα odes for public performance, Stesich, ap. Ar.