δελαστρεύς
From LSJ
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
έως, ὁ, A using bait, ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.
Greek (Liddell-Scott)
δελαστρεύς: έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, ἁλιεύς, Νικ. Θ. 793.
Spanish (DGE)
-έως que emplea cebo ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.
Greek Monolingual
δελαστρεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους].