δεικτός

From LSJ
Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεικτός Medium diacritics: δεικτός Low diacritics: δεικτός Capitals: ΔΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: deiktós Transliteration B: deiktos Transliteration C: deiktos Beta Code: deikto/s

English (LSJ)

ή, όν,    A capable of proof, Arist. AP0.76b27.    2 perceptible, Phlp.in Cat.88.21.

Greek (Liddell-Scott)

δεικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ἐπιδεικτικὸς ἀποδείξεως, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 10, 7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 comprobable, demostrable Arist.APo.76b27, Gal.8.678.
2 perceptible Dam.in Prm.439, Phlp.in Cat.88.21.

Greek Monolingual

δεικτός, -ή, -όν (Α) δείκνυμι
1. αυτός που μπορεί να αποδειχθεί, που επιδέχεται απόδειξη
2. κατανοητός, αντιληπτός.

Russian (Dvoretsky)

δεικτός: могущий быть доказанным, доказуемый Arst.