διακωλυτικός
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ή, όν, A preventive, Id.Plt.280d, prob.l. in Poll.7.209.
German (Pape)
[Seite 585] ή, όν, verhindernd; ἔργα Plat. Polit. 280 d; Arist. H. A. 10, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διακωλῡτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ ἐμποδίζειν, Πλάτ. Πολιτ. 280D, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10.1,12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que impide, que sirve para obstaculizar περὶ ... τὰς βίᾳ πράξεις διακωλυτικὰ ἔργα Pl.Plt.280d, cf. Poll.7.209, (πρὸς τὴν τέκνωσιν) ἧττον μὲν διακωλυτικὸν τὸ πάθος Arist.HA 634a36, c. gen. φλεγμασίης πάσης Orib.Syn.3.18.4.
Greek Monolingual
διακωλυτικός, -ή, -όν (Α) διακωλύω
κατάλληλος να παρεμποδίζει.
Russian (Dvoretsky)
διακωλῡτικός: противодействующий, задерживающий, мешающий Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακωλυτικός -ή όν [διακωλύω] hinderlijk.