δικτυβόλος
From LSJ
δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
English (LSJ)
ον, A a fisherman, net-throw fisherman, net thrower ib.105 (Apollonid.), Opp.H.4.578.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, der Netzwerfer, Fischer; Apollnd. 7 (VI, 105); Opp. H. 4, 578.
Greek (Liddell-Scott)
δικτῠβόλος: -ον, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 105, Ὀππ. Ἁλ. 4. 578.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui jette le filet, pêcheur.
Étymologie: δίκτυον, βάλλω.
Spanish (DGE)
(δικτῠβόλος) -ου, ὁ pescador, AP 6.4 (Leon.), 6.105 (Apollonid.), 9.370 (Tib.Ill.), Opp.H.4.578.
Greek Monolingual
δικτυβόλος και δικτυοβόλος, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)].
Greek Monotonic
δικτῠβόλος: -ον (βάλλω), ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δικτῠβόλος: ὁ забрасывающий сеть, т. е. рыболов Anth.