δορίκρανος

From LSJ
Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκρᾱνος Medium diacritics: δορίκρανος Low diacritics: δορίκρανος Capitals: ΔΟΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: doríkranos Transliteration B: dorikranos Transliteration C: dorikranos Beta Code: dori/kranos

English (LSJ)

ον,    A spear-headed, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v. l. = δορύκρανος.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.