εὐρυχανδής
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
ές, A = εὐρυχαδής, Eust.870.55.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, = εὐρυχαδής, Eust.; Schol. Luc. Lex. 7.
Greek Monolingual
εὐρυχανδής, -ές (Μ)
ο ευρυχαδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χανδής (< χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω»), πρβλ. ευ-χανδής, περι-χανδής].