καταβιβασμός

From LSJ
Revision as of 22:49, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβῐβασμός Medium diacritics: καταβιβασμός Low diacritics: καταβιβασμός Capitals: ΚΑΤΑΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katabibasmós Transliteration B: katabibasmos Transliteration C: katavivasmos Beta Code: katabibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A decrease, = ὑπόβασις, Procl.Par.Ptol.67.    II throwing of the accent forward, Sch.Od.5.248, Eust.1361.39:—also καταβίβᾰσις, εως, ἡ, EM610.24.

German (Pape)

[Seite 1340] ὁ, das Heruntersteigenlassen, Herunterbringen, -führen, Schol. Od. 5, 248 u. a. Sp. Vom Vorrücken des Accentes, E. M. 422, 21.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιβασμός: ὁ, τὸ καταβιβάζειν, Πρόκλ. παράφ. Πτολ. σ. 67. 8. ΙΙ. ἡ καταβίβασις τοῦ τόνου πρὸς τὸ τέλος τῆς λέξεως, Εὐστ. 1361. 39· οὕτω, καταβίβασις, εως, ἡ, «ἄνθος πλεονασμῷ τοῦ ξ ξάνθος καὶ καταβιβάσει τοῦ τόνου ξανθὸς» Ἐτυμ. Μ. 610. 24.

Greek Monolingual

ο (AM καταβιβασμός) καταβιβάζω
1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση
2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» — το κατέβασμα του τόνου προς το τέλος της λέξεως, προς τη λήγουσα.