καταλαβεύς

From LSJ
Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλᾰβεύς Medium diacritics: καταλαβεύς Low diacritics: καταλαβεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΑΒΕΥΣ
Transliteration A: katalabeús Transliteration B: katalabeus Transliteration C: katalaveys Beta Code: katalabeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,    A holder, nail, in pl., Hsch., Phot.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, nach VLL. = πάσσαλος.

Greek Monolingual

καταλαβεύς, ὁ (Α) καταλαμβάνω
πάσσαλος ή καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-λαβ- (καταλάβω) του καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + -εύς (πρβλ. αντι-λαβ-εύς, περιλαβ-εύς)].