κουφισμός

From LSJ
Revision as of 08:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφισμός Medium diacritics: κουφισμός Low diacritics: κουφισμός Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kouphismós Transliteration B: kouphismos Transliteration C: koufismos Beta Code: koufismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A = κούφισις, ἀκληρημάτων D.S.25.17; συμφορᾶς J.AJ4.8.23; πάθους Plu.2.79c; πένθους κ. Epigr.Gr.406.8 (Iconium): abs., Carneisc.Herc.1027.15; remission of taxation, Cod.Just.10.16.13 Intr.: Medic., alleviation, Erasistr. ap. Gal.5.139; κ. ποιέεσθαι, of remittent fevers, Aret.CA1.1 (pl.).    II elision, Eust.150.24 (pl.), al.

Greek (Liddell-Scott)

κουφισμός: ὁ, = κούφισις. Πλούτ. 2. 79C· πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8· κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· ― ἀνακούφισις ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. ἔκθλιψις, «κατὰ κουφισμόν, ἤτοι ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

κουφισμός, ὁ (AM) κουφίζω (II)]
1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)
2. φορολογική απαλλαγή
μσν.
1. γραμμ. έκθλιψη
2. ανύψωση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφισμός -οῦ, ὁ [κουφίζω] verlichting, opluchting.

Russian (Dvoretsky)

κουφισμός: ὁ Plut. = κούφισμα.