κιναίδιον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
τό, A = ἴυγξ, Hsch., Phot.; = σεισοπυγίς, Sch.Theoc.2.17.
German (Pape)
[Seite 1439] τό, ein Vogel, = κίλλουρος, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναίδιον: τό, ὄνομα τοῦ πτηνοῦ ἶυγξ (πρβλ. σεισοπυγίς), Ἡσύχ., Φώτ., κτλ.· πρβλ. Σχόλ. Θεοκρ. 2. 17.
Greek Monolingual
κιναίδιον, τὸ (Α) κίναιδος
ονομασία του πτηνού ίυγξ, σουσουράδα, κωλοσούσα.