κυκλόεις
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
εσσα, εν, poet. for κυκλικός, A circular, ἀγορᾶς θρόνος S.OT161 (lyr.); ἴτυς AP7.232 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1526] εσσα, εν, gerundet, kreisförmig; θρόνος ἀγορᾶς Soph. O. R. 161; ἴτυς Anyte 20 (VII, 232).
Greek (Liddell-Scott)
κυκλόεις: εσσα, εν, ποιητ. ἀντὶ κυκλικός, κυκλοτερής, ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς (ἴδε κύκλος ΙΙ. 2), Σοφ. Ο. Τ. 161· ἴτυς Ἀνθ. Π. 7. 232.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
circulaire.
Étymologie: κύκλος.
Greek Monolingual
κυκλόεις, -εσσα, -εν (Α) κυκλος
κυκλικός.
Greek Monotonic
κυκλόεις: -εσσα, -εν, ποιητ. αντί κυκλικός, σε Σοφ., Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλόεις -εσσα -εν [κύκλος] poët. rond.
Russian (Dvoretsky)
κυκλόεις: όεσσα, όεν кругообразный, круглый (θρόνος Soph.; ἴτυς Anth.).