λαιλαπίζω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
A agitate by storms, Aq.Is.54.11.
Greek (Liddell-Scott)
λαιλαπίζω: διὰ τρικυμιῶν ἀναταράττω, Ἀκύλ. Π. Δ.
Greek Monolingual
λαιλαπίζω (AM) λαίλαψ
προσβάλλω με σφοδρότητα, αρπάζω ή αναταράσσω με τρικυμίες.