λιθηλογής

From LSJ
Revision as of 10:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθηλογής Medium diacritics: λιθηλογής Low diacritics: λιθηλογής Capitals: ΛΙΘΗΛΟΓΗΣ
Transliteration A: lithēlogḗs Transliteration B: lithēlogēs Transliteration C: lithilogis Beta Code: liqhlogh/s

English (LSJ)

ές, (λέγω (B) 1)    A built of stones, AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 44] ές, von gesammelten Steinen, ἱδρύσιες Ἑρμέω, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθηλογής: -ες, (λέγω) ᾠκοδομημένος ἐκ λίθων, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
fait de pierres amassées.
Étymologie: λίθος, λέγω².

Greek Monolingual

λιθηλογής, -ές (Α)
οικοδομημένος με λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + λέγω «συλλέγω»].

Greek Monotonic

λῐθηλογής: -ές (λέγω Β), οικοδομημένος από πέτρα, λιθόκτιστος, πετρόκτιστος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐθηλογής: λέγω II] сложенный из камней (ἱδρύσιες Anth.).

Middle Liddell

λῐθη-λογής, ές [λέγω2]
built of stones, Anth.