λιθουργέω
From LSJ
English (LSJ)
A work in stone, hew, λίθον LXX Ex.35.33: abs., Porph.Hist.Phil.11; carve a gem, PMag.Berol.1.68. II turn into stone, petrify, γυῖα AP3.11 (Cyzic.), cf. Philostr.Im.1.11.
German (Pape)
[Seite 46] in Stein arbeiten, Steine behauen u. bearbeiten, Sp. Auch = in Stein verwandeln, versteinern, Anth. Ep. Cyz. 11 (III, 11); Philostr. Imagg. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθουργέω: ἐργάζομαι, πελεκῶ λίθους, λίθον Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΕ΄, 33). ΙΙ. μεταβάλλω εἰς λίθον, ὡς τὸ λιθόω, Ἀνθ. Π. 3. 11, Φιλόστρ. 781.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 travailler la pierre;
2 pétrifier.
Étymologie: λιθουργός.
Spanish
Greek Monotonic
λῐθουργέω: μεταβάλλω σε πέτρα, απολιθώνω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λιθουργέω: превращать в камень (τὰ Γοργόνος γυῖα Anth.).
Middle Liddell
λῐθουργέω,
to turn into stone, petrify, Anth. [from λῐθουργός]