λευκόχρως
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ, A white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.
German (Pape)
[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
qui a la peau blanche.
Étymologie: λευκός, χρώς.
Greek Monolingual
λευκόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + χρώς «επιδερμίδα»].
Greek Monotonic
λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα, τρυφερός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόχρως: ωτος adj. с белой кожей Arst., Theocr.
Middle Liddell
λευκό-χρως, ωτος,
white-skinned, Theocr.