Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλοκίνδυνος

From LSJ
Revision as of 11:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοκίνδῡνος Medium diacritics: μεγαλοκίνδυνος Low diacritics: μεγαλοκίνδυνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: megalokíndynos Transliteration B: megalokindynos Transliteration C: megalokindynos Beta Code: megaloki/ndunos

English (LSJ)

ον,    A braving great dangers, adventurous, opp. μικροκίνδυνος, Arist.EN1124b8.

German (Pape)

[Seite 106] sich in große Gefahren begebend, große u. gefährliche Dinge unternehmend, Ggstz von μικροκίνδυνος, Arist. Eth. 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοκίνδῡνος: -ον, ὁ ἐπιχειρῶν μεγάλα καὶ ἐπικίνδυνα πράγματα, ῥιψοκίνδυνος, ὁ εἰς μεγάλους περιπίπτων κινδύνους, ἀντίθετ. τῷ μικροκίνδυνος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s’expose à de grands dangers.
Étymologie: μέγας, κίνδυνος.

Greek Monolingual

μεγαλοκίνδυνος, -ον (Α)
αυτός που επιχειρεί μεγάλα και επικίνδυνα πράγματα, ριψοκίνδυνος.

Greek Monotonic

μεγᾰλοκίνδυνος: -ον, αυτός που δείχνει ανδρεία σε μεγάλους κινδύνους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλοκίνδῡνος: подвергающий себя большим опасностям, предпринимающий опасные дела Arst.

Middle Liddell

μεγᾰλο-κίνδῡνος, ον
braving great dangers, Arist.