μαχαιρουργός
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
όν, A = μαχαιροποιός, Tz.H.6.132.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχαιρουργός: -όν, = μαχαιροποιός, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 133.
Greek Monolingual
μαχαιρουργός, -όν (Μ)
μαχαιροποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχαίρι + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρ-ουργός].