μελοθεσία

From LSJ
Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοθεσία Medium diacritics: μελοθεσία Low diacritics: μελοθεσία Capitals: ΜΕΛΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: melothesía Transliteration B: melothesia Transliteration C: melothesia Beta Code: meloqesi/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλος A)    A assignment of parts of the body to the tutelage of signs or planets, Antioch.Astr. in Cat. Cod.Astr.8(3).106.4, Porph. in Ptol.201.    2 of the Universe, position of its parts at the beginning of things, Paul.Al.T.2.    II = φυή, Sch.Opp.H.1.147,214.

German (Pape)

[Seite 127] ἡ, das Setzen, Componiren von Liederweisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελοθεσία: ἡ, (μέλος Α) ἡ θέσις τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὰ ζῴδια καὶ τοὺς ἀστέρας, Πορφυρ. Εἰσαγ. εἰς Πτολ. σ. 201.

Greek Monolingual

μελοθεσία, ἡ (Α)
1. η θέση τών μελών του ανθρώπου σε σχέση με τα ζώδια και τους αστέρες
2. (για την οικουμένη) η θέση τών μερών της στην αρχή τών πραγμάτων
3. η σωματική ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -θεσία (< -θέτης), πρβλ. αστρο-θεσία, χωρο-θεσία].