οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
Full diacritics: μελεταίνω | Medium diacritics: μελεταίνω | Low diacritics: μελεταίνω | Capitals: ΜΕΛΕΤΑΙΝΩ |
Transliteration A: meletaínō | Transliteration B: meletainō | Transliteration C: meletaino | Beta Code: meletai/nw |
A take thought for, attend to, c. gen., Mnemos.57.208 (Argos, vi B. C.).
μελεταίνω (Α)
δίνω προσοχή σε κάτι, έχω τον νου ή τη σκέψη μου σε κάτι, φροντίζω για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεφθαρμένη μορφή του μελεδαίνω, πιθ. κατ' επίδραση τών μελέτη, μελετῶ].