μεσόπολις
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ἡ, A f.l. for μητρόπολις, Plu.2.301d.
German (Pape)
[Seite 139] ἡ, Mittelstadt, Plut. qu. graec. 43, wird in μητρόπολις geändert.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόπολις: ἡ, ἴδε ἐν λ. μητρόπολις.
Greek Monolingual
μεσόπολις, -εως, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόλις (πρβλ. μητρό-πολις)].
Russian (Dvoretsky)
μεσόπολις: εως ὁ средняя часть города, городской центр (Plut. - v. l. μητρόπολις).