μεσόπολις
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ἡ, f.l. for μητρόπολις, Plu.2.301d.
German (Pape)
[Seite 139] ἡ, Mittelstadt, Plut. qu. graec. 43, wird in μητρόπολις geändert.
Russian (Dvoretsky)
μεσόπολις: εως ὁ средняя часть города, городской центр (Plut. - v.l. μητρόπολις).
Greek (Liddell-Scott)
μεσόπολις: ἡ, ἴδε ἐν λ. μητρόπολις.
Greek Monolingual
μεσόπολις, -εως, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) μητρόπολη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + πόλις (πρβλ. μητρόπολις)].