μεταφυτεία
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
ἡ, A transplanting, Thphr.HP2.6.3, 7.5.3. 2 perh., substitution of a different form of cultivation, Ostr.Bodl.i 89 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 156] ἡ, Umpflanzung, Theophr.
Greek Monolingual
μεταφυτεία, ἡ (Α) μεταφυτεύω
1. το να φυτεύει κανείς ένα φυτό από έναν τόπο σε άλλο, μεταφύτευση
2. χρήση διαφορετικού τύπου καλλιέργειας.