μηχανιώτης
From LSJ
Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip
English (LSJ)
ου, ὁ, A contriver, h.Merc.436.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.
Greek Monolingual
μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].
Greek Monotonic
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνιώτης: ου ὁ искусник, ловкач HH.
Middle Liddell
μηχᾰνιώτης, ου, ὁ,
Hhymn.