μισθάριον
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of μισθός, A small fee, Ar.V.300, Eup.432, Men.303, AP11.154 (Lucill.): pl., wretched fees, Hp.Praec.7, cf. PTeb.413.13 (ii/iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 190] τό, dim. von μισθός; Ar. Vesp. 300; Lucill. 4 (XI, 154).
Greek (Liddell-Scott)
μισθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ μισθός, ὀλίγος, μικρὸς μισθός, Ἀριστοφ. Σφ. 300, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 123.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
modique salaire, petite récompense.
Étymologie: μισθός.
Greek Monolingual
το (Α μισθάριον) μισθός
1. μικρός, πενιχρός μισθός
2. εξευτελιστική πληρωμή.
Greek Monotonic
μισθάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μισθός, μικρή αμοιβή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μισθάριον: (ᾰ) τό скромное жалование, жалкое вознаграждение Arph., Plut.