μιμιχμός

From LSJ
Revision as of 12:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμιχμός Medium diacritics: μιμιχμός Low diacritics: μιμιχμός Capitals: ΜΙΜΙΧΜΟΣ
Transliteration A: mimichmós Transliteration B: mimichmos Transliteration C: mimichmos Beta Code: mimixmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A neighing of horses, Hsch.; cf. μιμάξασα.

German (Pape)

[Seite 187] ὁ, das Wiehern der Pferde, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μιμιχμός: ὁ, ὁ χρεμετισμὸς τοῦ ἵππου, Λατ. hinnῑtus, Ἡσύχ., παρ’ ᾧ κεῖται καὶ μιμάξασα (ἐκ τοῦ μιμάζω), «χρεμετίσασα, φωνήσασα».

Greek Monolingual

μιμιχμός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τοῦ ἵππου φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. mimati «μουγκρίζω», αρχ. σλαβ. mimati «ψελλίζω, τραυλίζω» και εντάσσεται σε μια σειρά ηχομιμητικών λ. που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα mim(ei)-].