μονόκλαυτος

From LSJ
Revision as of 12:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλαυτος Medium diacritics: μονόκλαυτος Low diacritics: μονόκλαυτος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΑΥΤΟΣ
Transliteration A: monóklautos Transliteration B: monoklautos Transliteration C: monoklaftos Beta Code: mono/klautos

English (LSJ)

θρῆνος, ὁ, a lament    A made by one only, A.Th.1069 (anap.).

German (Pape)

[Seite 203] θρῆνος, ὁ, das Klagen des einzeln Weinenden, Aesch. Spt. 1056.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλαυτος: θρῆνος, ὁ, θρῆνος γινόμενος ὑφ’ ἑνὸς μόνου, Αἰσχύλ. Θήβ. 1064.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pleure ou gémit seul.
Étymologie: μόνος, κλαίω.

Greek Monolingual

μονόκλαυτος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.)
1. αυτός που τον κλαίει μόνο ένας
2. (για θρήνο) αυτός που γίνεται από έναν μόνο («κεῖνος δ' ὁ τάλας ἄγοος μονόκλαυτον ἔχων θρῆνον ἀδελφῆς εἶσι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλαυτός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυτος].

Russian (Dvoretsky)

μονόκλαυτος: (о плаче) раздающийся в одиночестве, одинокий (θρῆνος Aesch.).

Middle Liddell

μονό-κλαυτος θρῆνος, ὁ,
μονό-κλαυτος, θρῆνος, ὁ, a lament by one only, Aesch.