μόνωτος

From LSJ
Revision as of 13:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνωτος Medium diacritics: μόνωτος Low diacritics: μόνωτος Capitals: ΜΟΝΩΤΟΣ
Transliteration A: mónōtos Transliteration B: monōtos Transliteration C: monotos Beta Code: mo/nwtos

English (LSJ)

ον,    A = μονούατος, Polem.Hist.60, BCH35.286 (Delos, ii B. C.):—Dim. μον-ώτιον, victine (sic), Gloss.    II = μόναπος, Antig.Mir.53 cod.

German (Pape)

[Seite 206] = μονούατος, mit einem Henkel; ποτήριον Ath. XI, 467, κώθων 484 c; κοτυλίσκος Poll. 6, 96. – Auch = μόναπος, Antig. Car. 58.

Greek (Liddell-Scott)

μόνωτος: -ον, = μονούατος, Πολέμων παρ’ Ἀθην. 484C. ΙΙ. = μόναπος, Ἀντίγ. Καρύστ. 58.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μόνωτος, -ον)
(για αγγείο) αυτός που έχει μία λαβή
νεοελλ.
αυτός που έχει ένα αφτί
αρχ.
το ζώο μόναπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -ωτος (< οὖς, ὠτός), πρβλ. τρί-ωτος].