ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Full diacritics: νησόπολις | Medium diacritics: νησόπολις | Low diacritics: νησόπολις | Capitals: ΝΗΣΟΠΟΛΙΣ |
Transliteration A: nēsópolis | Transliteration B: nēsopolis | Transliteration C: nisopolis | Beta Code: nhso/polis |
εως, ἡ, A island-city, Isid.Char.1.
νησόπολις, ἡ (Α)
πόλη κτισμένη πάνω σε νησί ή τμήμα πόλης κτισμένο πάνω σε νησί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήσος + πόλις).