νεοποιός

From LSJ
Revision as of 13:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποιός Medium diacritics: νεοποιός Low diacritics: νεοποιός Capitals: ΝΕΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: neopoiós Transliteration B: neopoios Transliteration C: neopoios Beta Code: neopoio/s

English (LSJ)

ὁ,    A one who ploughs up fallow land, Poll. 1.221.

Greek Monolingual

νεοποιός, ὁ (Α)
αυτός που καλλιεργεί για πρώτη φορά αγροτική έκταση η οποία έχει μείνει για ορισμένο χρονικό διάστημα ακαλλιέργητη, προκειμένου να δυναμώσει η γη και να προετοιμαστεί για νέα σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποιός].