νηπιόφρων

From LSJ
Revision as of 13:41, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐόφρων Medium diacritics: νηπιόφρων Low diacritics: νηπιόφρων Capitals: ΝΗΠΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: nēpióphrōn Transliteration B: nēpiophrōn Transliteration C: nipiofron Beta Code: nhpio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,    A of childish mind, silly, Str.1.2.8.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας νηπιώδεις, νήπια φρονῶν, ἀνόητος, Στράβ. 20.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d’esprit enfantin, simple, naïf.
Étymologie: νήπιος, φρήν.

Greek Monolingual

νηπιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μυαλό νηπίου, που σκέπτεται σαν νήπιο, ανόητος, μωρός.
επίρρ...
νηπιοφρόνως (Α)
με παιδαριώδη τρόπο, ανόητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος «μωρός, ανόητος» + -φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μικρό-φρων, μωρό-φρων].

Greek Monotonic

νηπιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει μυαλό νηπίου, ανόητος, σε Στράβ.

Middle Liddell

νηπιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ,
of childish mind, silly, Strab.