νυκτέριος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Luc.Peregr.28 :— = foreg., Orph.H.49.3 ; A γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP9.403 (Maec.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.
Greek Monolingual
νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.
Greek Monotonic
νυκτέριος: -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτέριος: и 2 Luc., Anth. = νυκτερινός.
Middle Liddell
νυκτέριος, η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]