ξένισις
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, (ξενίζω) A entertainment of a guest or stranger, ξ. ποιεῖσθαί τινων Th.6.46.
German (Pape)
[Seite 277] ἡ, Bewirthung eines Fremden od. eines Gastfreundes, ξ. ποιεῖσθαι, Thuc. 6, 46.
Greek (Liddell-Scott)
ξένῐσις: ἡ, (ξενίζω) ἡ περιποίησις φίλου ἢ ξένου, ξενίσεις ποιούμενοι τῶν τριηριτῶν Θουκ. 6. 46.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
réception d’un étranger.
Étymologie: ξενίζω.
Greek Monolingual
ξένισις, ἡ (Α) ξενίζω
η περιποίηση ξένου ή φίλου, η φιλοξενία.
Greek Monotonic
ξένῐσις: ἡ (ξενίζω), περιποίηση που προορίζεται για φιλοξενουμένους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ξένισις: εως ἡ прием, угощение гостя или иностранца (ξένισιν ποιεῖσθαί τινος Thuc.).
Middle Liddell
ξένῐσις, ιος, ἡ, ξενίζω
the entertainment of guests, Thuc.