παραπλευρίδια

From LSJ
Revision as of 15:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλευρίδια Medium diacritics: παραπλευρίδια Low diacritics: παραπλευρίδια Capitals: ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΙΔΙΑ
Transliteration A: parapleurídia Transliteration B: parapleuridia Transliteration C: paraplevridia Beta Code: parapleuri/dia

English (LSJ)

τά,    A covers for the sides of war-horses, X.Cyr.6.4.1, Arr.Tact.4.1.

German (Pape)

[Seite 494] τά, die Bedeckung der Seiten an den Streitrossen, Xen. Cyr. 6, 4, 1; vgl. Poll. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

παραπλευρίδια: τά, καλύμματα χαλκᾶ τῶν πλευρῶν τῶν πολεμικῶν ἵππων, «ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους.. τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις, τοὺς δ’ ἐπὶ τοῖς ἅρμασι παραπλευριδίοις» Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
armure qui protégeait le flanc des chevaux.
Étymologie: παρά, πλευρά.

Greek Monotonic

παραπλευρίδια: τά (πλευρά), καλύμματα για τα πλευρά των αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παραπλευρίδια: (ῐδ) τά боковые доспехи (у боевых лошадей) Xen.

Middle Liddell

παρα-πλευρίδια, ων, τά, πλευρά
covers for the sides of horses, Xen.