παραφράζω
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
A say the same thing in other words, paraphrase, ἐνθύμημα μεταφράζειν καὶ π. Ph.2.140 ; γνώμην Hermog.Prog.4, cf. Gal. 15.467 ; βιβλίον ὅλον Eust.1406.19 : abs., τὸ π. Hermog.Meth.24, cf. Gal.5.678 ; ἐξ Ὁμήρου π. Eust.239.23.
German (Pape)
[Seite 507] (s. φράζω), neben Einem reden; zu der Rede eines Andern Etwas hinzufügen, sie erweitern, um sie zu erklären, umschreiben, Eust.; auch nachahmen, Schäf. Schol. Par. Ap. Rh. 3, 158.
Greek (Liddell-Scott)
παραφράζω: λέγω τὸ αὐτὸ πρᾶγμα μὲ ἄλλας λέξεις, Εὐστ. 239. 23., 1406. 19, κτλ.· πρβλ. παραγράφω Ι. 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. εκφράζω, διατυπώνω το ίδιο πράγμα με άλλες λέξεις
2. μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω τα νοήματα ελεύθερα
μσν.
μιμούμαι («ἐξ Ὁμήρου παραφράσας Εὐριπίδης», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + φράζω «λέω, διηγούμαι»].