παρεφάπτομαι
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
A touch on the side, c. gen., Plu.2.573f. II touch upon, allude to, Phld.Mus.p.96 K., al.
German (Pape)
[Seite 519] obenhin, leicht berühren, τινός, Plut. de fato 9.
Greek (Liddell-Scott)
παρεφάπτομαι: ἀποθ., ἐγγίζω, προσψαύω τι ἐλαφρῶς, ὀλίγον, Πλούτ. 2. 573F.
French (Bailly abrégé)
effleurer, gén..
Étymologie: παρά, ἐφάπτομαι.
Greek Monolingual
Α
1. αγγίζω κάτι ελαφρά, μόλις που το αγγίζω
2. μτφ. θίγω ένα θέμα, αναφέρομαι σε κάτι.
Russian (Dvoretsky)
παρεφάπτομαι: слегка прикасаться, задевать (τινος Plut.).