παρεπιστρέφω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
intr., A turn aside, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Eratosth. ap.Str.17.1.2, cf. Marcian.1.11. IIPass., turn in passing and look at, Plu.2.521b, D.L.2.23.
German (Pape)
[Seite 517] daneben umkehren; med. sich im Vorbeigehen wonach umwenden, bes. um wonach hinzusehen, D. L. 2, 23; Plut. de cur. 12. So auch das act., παρεπιστρέφων μικρὸν πρὸς τὴν ἕω, Strab. 17, 1 A.
Greek (Liddell-Scott)
παρεπιστρέφω: ἀμεταβ., στρέφομαι πλαγίως, περὶ τοῦ Νείλου, μικρὸν πρὸς τὴν ἕω Στράβ. 786˙ ― Παθητικ., στρέφομαι πλαγίως καὶ βλέπω ὀπίσω, Πλούτ. 2. 521Β, Διογ. Λ. 2. 23.
French (Bailly abrégé)
se tourner de côté, avec πρός et l’acc..
Étymologie: παρά, ἐπιστρέφω.
Greek Monolingual
Α επιστρέφω
1. στρέφομαι πλαγίως
2. μέσ. παρεπιστρέφομαι
καθώς βαδίζω στρέφομαι πίσω μου και παρατηρώ κάτι.