πελαργικός

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελαργικός Medium diacritics: πελαργικός Low diacritics: πελαργικός Capitals: ΠΕΛΑΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: pelargikós Transliteration B: pelargikos Transliteration C: pelargikos Beta Code: pelargiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of the stork, Hsch., Suid.    II = Πελασγικός : τὸ Π. the northern slope of the Acropolis at Athens, IG12.76.55, Ar.Av.832 ; τὸ Π. τεῖχος Arist.Ath.19. 5 ; written τὸ Πελαργικόν in Hdt.5.64, Th.2.17 (with v.l. Πελασγ-, but cf. Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικόν, Hsch.) ; also Τυρσηνῶν τείχισμα Π. Call. Fr.283.

German (Pape)

[Seite 549] vom Storche, zum Storche gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πελαργικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ πελαργοῦ, ἀνήκων εἰς πελαργόν, «πελαργικοὶ νόμοι· τὸ ἀνατρέφειν τοὺς γονεῖς» Ἡσύχ., Σουΐδ. πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1353. ΙΙ. = Πελασγικός· τὸ Πελαργικόν, ἡ βορεία κλιτὺς τῆς ἐν Ἀθήναις Ἀκροπόλεως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 832, Καλλ. Ἀποσπ. 283· τὸ Π. τεῖχος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 1153· φέρεται δὲ τὸ Πελασγικὸν ἐν Ἡροδ. 5. 64, Θουκ. 2. 17· «Πελαργικόν· ἀντὶ τοῦ Πελασγικὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / πελαργικός, -ή, -όν, ΝΑ πελαργός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πελαργό, ο σχετικός με τον πελαργό («πελαργικός νόμος» — ο νόμος τών αρχαίων ο οποίος όριζε ότι τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να γηροκομούν τους γονείς τους, όπως κάνουν οι πελαργοί).
(II)
-ή, -όν, Α
1. πελασγικός
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Πελαργικόν
είδος τεμένους με συγκρότημα παλαιών ιερών, κτιστό περίβολο και εννέα πύλες στη βόρεια πλαγιά της Ακρόπολης τών Αθηνών, το οποίο αποτελούσε προέκταση του πελασγικού τείχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ., αντί του ορθού Πελασγικός, έχει σχηματιστεί πιθ. κατ' επίδραση του πελαργός.

Russian (Dvoretsky)

πελαργικός: аистовый Arst.