πεπεισμένως
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Adv. A confidently, π. διεγγυώμενος D.L.9.71, cf. 4.56 ; from conviction, Ptol.Alm.2.6, Iamb.VP30.175 : f.l. in Str.15.1.24 (ἀπεφεισμένως cj. Mein.).
German (Pape)
[Seite 560] (πείθω), dreist, zuversichtlich, Strab. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεπεισμένως: Ἐπίρρ., πεποιθότως, μετὰ πεποιθήσεως, εὐθαρσῶς, μετὰ θάρρους, Στράβ. 696, Διογ. Λ. 4. 56.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με εμπιστοσύνη
2. εκ πεποιθήσεως («ὑπήκοον αὐτὸν κατασκευάζειν μὴ πλαστῶς, ἀλλὰ πεπεισμένως», Ιάμβλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπεισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
πεπεισμένως:
1) с полным доверием Diog. L.;
2) уверенно, смело Diog. L.