πλωτήρ
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (πλώω) A sailor, seaman, Archyt. ap. Stob.3.1.112, Ar.Ec.1087, Pl.R. 489a; including rowers, navigators, and passengers, Arist.Pol.1276 b20, 1279a4, Plot.4.3.21; epith. of the Dioscuri, IG42(1).511 (Epid., ii A. D.). 2 swimmer, Nonn.D.1.65, al., Musae.2; of fishes, Opp. H.2.196. II as Adj., floating, λόφος Nonn.D.23.107.
German (Pape)
[Seite 639] ῆρος, ὁ, = πλώτης; Ar. Eccl. 1087, Plat. Rep. VI, 489 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ, (πλώω) ναύτης, θαλασσοπόρος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1087, Πλάτ. Πολ. 489Α· περιλαμβάνει δὲ τὸ ὄνομα τούς τε ἐρέτας καὶ τοὺς ἄλλους ναύτας, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 2, πρβλ. 3. 6, 7. 2) κολυμβητής, Μουσαῖος 2.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
navigateur.
Étymologie: πλώω.
Greek Monotonic
πλωτήρ: -ῆρος, ὁ (πλώω), ναύτης, θαλασσοπόρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.· περιλαμβάνει τους κωπηλάτες και τους άλλους ναύτες, σε Αριστ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλωτήρ -ῆρος, ὁ [πλώω] zeeman.
Russian (Dvoretsky)
πλωτήρ: ῆρος ὁ мореплаватель, мореход Arph., Plat., Arst.
Middle Liddell
πλωτήρ, ῆρος, ὁ, πλώω
a sailor, seaman, Ar., Plat.; including rowers and navigators, Arist.