πολύπλευρος

From LSJ
Revision as of 18:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπλευρος Medium diacritics: πολύπλευρος Low diacritics: πολύπλευρος Capitals: ΠΟΛΥΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: polýpleuros Transliteration B: polypleuros Transliteration C: polyplevros Beta Code: polu/pleuros

English (LSJ)

ον,    A many-sided, Plu.2.966e, Plot.6. 3.14.    2 -πλευρον, τό, = ἀρνόγλωσσον, Dsc.2.126 (v.l. πολύνευρον).

German (Pape)

[Seite 668] vielseitig, Plut. de sol. anim. 10.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπλευρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς πλευράς, Πλούτ. 2. 966Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à plusieurs côtés.
Étymologie: πολύς, πλευρά.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλές πλευρές («πολύπλευρο σχήμα»)
νεοελλ.
μτφ. αυτός που εμφανίζει πολλές απόψεις, πολλούς τομείς (α. «πολύπλευρο ζήτημα» β. «πολύπλευρη προσφορά»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πολύπλευρον
το φυτό αρνόγλωσσον.
επίρρ...
πολύπλευρα Ν
από πολλές πλευρές, από πολλές απόψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ισό-πλευρος].

Russian (Dvoretsky)

πολύπλευρος: многосторонний, многогранный (ἔργον Plut.).