πραγματομαθής
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
ές, A skilled in business, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 693] ές, der viele Geschäfte gelernt hat, weltklug, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτομᾰθής: -ές, εἰδήμων τῶν πραγμάτων, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, Α
γνώστης τών πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -μαθής (< μάθος, τὸ < μανθάνω), πρβλ. νομο-μαθής].